Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ένα ακόμη ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ που μετέφρασε ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος. Ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε με ευαισθησία τους στίχους του ποιήματος αυτού αλλά σε μετάφραση του Γιώργου Παπαλεονάρδου. Το τραγούδησε ανεπανάληπτα η Μαρία Δημητριάδη. Εδώ το τραγουδάμε εμείς και το αφιερώνουμε στη μνήμη της. Το βίντεο είναι από ηχογράφηση που κάναμε στην τάξη μας.



Θα γελάσεις απ' τα βάθη των χρυσών σου ματιών
Είμαστε μες στο δικό μας κόσμο

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα

Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ' όλα
δε στο 'χω πει ακόμα

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

Ο Ναζίμ Χικμέτ είναι μεγάλος Τούρκος ποιητής με παγκόσμια αναγνώριση. Γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Ανήκε σε πλούσια τουρκική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν πασάς και διευθυντής εφημερίδας.
Το 1919, βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί πήγε στη Μόσχα. Η κομουνιστική επανάσταση του 1917 είχε επικρατήσει. Ο Χικμέτ ζει μέσα στον πυρετό της. Παρακολουθεί το ρωσικό λαό στην επώδυνη προσπάθειά του να θεμελιώσει το σοσιαλισμό. Ενστερνίζεται τις σοσιαλιστικές ιδέες. Γυρίζει στην πατρίδα του κομουνιστής.
Το 1925 καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλακή. Κατόρθωσε να φύγει κρυφά για τη Ρωσία. Ύστερα από χρόνια πήρε αμνηστία και ξαναγύρισε στην Τουρκία. Το 1938, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 28 ετών. Έμεινε στα κάτεργα της Προύσας ως το 1951. Τότε έκανε απεργία πείνας. Οι πνευματικοί άνθρωποι του κόσμου ξεσηκώθηκαν και ζήτησαν την απελευθέρωσή του. Πράγματι ελευθερώθηκε και εγκαταστάθηκε στη Μόσχα όπου και πέθανε ένα πρωινό του Ιουνίου του 1963.

Εργασία της Βίκυ Μ.
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Σχολική Υδρία




Ναζίμ Χικμέτ
Ο Ναζίμ Χικμέτ (20 Νοεμβρίου 1901- 3 Ιουνίου 1963) ήταν Τούρκος ποιητής και δραματουργός, τα έργα του οποίου μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκίας. Πέθανε στη Μόσχα από καρδιακή προσβολή.

Ύφος γραφής
Αν και τα πρώτα του ποιήματα γράφτηκαν με συλλαβικό μέτρο, ο Χικμέτ σταδιακά απομακρύνθηκε από τα στενά πλαίσια του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας και άρχισε να αναζητεί νέα μορφή για τα ποιήματά του. Κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων διαμονής του στη Σοβιετική Ένωση (1922-1925), η αναζήτηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της. Προτίμησε τον ελεύθερο στίχο, ο οποίος ταίριαζε και με την πλούσια φωνολογία της τουρκικής γλώσσας. Επηρεάστηκε κυρίως από το Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Πολλά από τα ποιήματά του μελοποιήθηκαν από το γνωστό Τούρκο συνθέτη Ζουλφού Λιβανελί, ενώ αρκετά μελοποιήθηκαν και από το συνθέτη Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο. Με υπουργικό διάταγμα ο ποιητής ανέκτησε, μετά θάνατον, την τουρκική υπηκοότητα που του αφαιρέθηκε το 1951 εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων[

Ποιήματα μελοποιημένα από τον Μάνο Λοΐζο και τον Θάνο Μικρούτσικο
Αν με τη μεσολάβηση
Απερίγραπτη λένε
Για τη ζωή
Η πιο όμορφη θάλασσα
Μονάκριβή μου
Όπως ο Κερέμ
Στηθάγχη
Το δίχτυ
Κι αν τα μάτια σου"
Σχεδόν μισό αιώνα μετά το θάνατό του ο ποιητής Ναζίμ Χικμέτ, ένας από τους σημαντικότερους Τούρκους λογοτέχνες του 20ού αιώνα, θα ανακτήσει την τουρκική υπηκοότητα που του είχε αφαιρεθεί το 1951, όταν καταδικάστηκε για τις μαρξιστικές θέσεις του.

Ο Χικμέτ, η ποίηση του οποίου έφερε νέα πνοή στην Τουρκία τη δεκαετία του 1930 θεωρείται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος ποιητής της Τουρκίας του 20ού αιώνα. Πολλοί λογοτέχνες, όπως ο Νομπελίστας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ, υποστηρίζουν ότι η περίπτωση του Χικμέτ είναι ένα παράδειγμα της καταπίεσης των διανοουμένων στη σύγχρονη Τουρκία.

Όπως ανακοίνωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Τσεμίλ Τσιτσέκ, το υπουργικό συμβούλιο υπέγραψε τη Δευτέρα ένα διάταγμα με το οποίο αποδίδεται και πάλι η τουρκική υπηκοότητα στον Ναζίμ Χικμέτ Ραν, όπως ήταν το πλήρες όνομα του μεγάλου ποιητή.

Ο Χικμέτ γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και πέθανε εξόριστος στη Μόσχα το 1963, σε ηλικία 61 ετών. Είχε γίνει διάσημος στη Δύση και τα έργα του μεταφράστηκαν σε 50 γλώσσες. Κάποια από τα γνωστότερα είναι "Το ερωτευμένο σύννεφο", "Γιατί αυτοχτόνησε ο Μπενερτζή" και "Η γελάδα". Στη χώρα του όμως θεωρείτο, ακόμη και μετά το θάνατό του, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, λόγω των δεσμών του με το Κομμουνιστικό Κόμμα και την τότε Σοβιετική Ένωση. Συνολικά έμεινε στη φυλακή 15 χρόνια.

"Τα αδικήματα τα οποία ανάγκασαν τις αρχές να του αφαιρέσουν, την εποχή εκείνη, την υπηκοότητα, δεν θεωρούνται εγκλήματα σήμερα", πρόσθεσε ο Τσιτσέκ.

Ο "γίγαντας με τα γαλανά μάτια", όπως τον αποκαλούσαν, τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης το 1955. Υποχρεώθηκε όμως να εγκαταλείψει την πατρίδα του και πέθανε εξόριστος στη Μόσχα, όπου και ενταφιάστηκε. "Η οικογένειά του και όχι η κυβέρνηση θα αποφασίσει εάν θα επαναπατρίσει τα λείψανά του. Για εμάς δεν υπάρχει πρόβλημα", διευκρίνισε ο Τσιτσέκ.



Ο "γίγαντας με τα γαλανά μάτια", όπως τον αποκαλούσαν, τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης το 1955

Ναζὶμ Χικμέτ - Ποιήματα

Γιὰ τὴ ζωή
Γιὰ τὴ ζωή 2
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
Στοὺς δεκαπέντε συντρόφους
Κλαίουσα ἰτιά
Γιὰ τὰ τραγούδια μου
Ἡ χώρα αὐτὴ εἶναι δική μας
Αὐτὸ εἶναι ὅλο
Δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ τραγουδᾶμε
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρύφαλο
Μονάκριβή μου
Αὐτόγραφο

Γιὰ τὴ ζωή
(ἀπόδοση: Γιάννης Ρίτσος)

Γιὰ τὴ ζωή
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ ἔτσι, νὰ ποῦμε, ἀκουμπισμένος σ' ἕναν τοῖχο
μὲ τὰ χέρια σου δεμένα
Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι
Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια
Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι,
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους
καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ
Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι.
Πρέπει νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ θὰ φυτέυεις, σὰ νὰ ποῦμε,
ἐλιὲς ἀκόμα στὰ ἑβδομῆντα σου
Ὄχι καθόλου γιὰ νὰ μείνουν στὰ παιδιά σου
Μὰ ἔτσι γιατὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τόνε πιστεύεις
Ὅσο κι ἂν τὸν φοβᾶσαι
Μὰ ἔτσι γιατί ἡ ζωὴ θὲ νὰ βαραίνει
πιότερο στὴ ζυγαριά.


Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
Τὰ τραγούδια τῶν ἀνθρώπων
εἶναι πιὸ ὄμορφα ἀπ᾿ τοὺς ἴδιους
πιὸ βαριὰ ἀπὸ ἐλπίδα
πιὸ λυπημένα
πιὸ διαρκῆ.

* * *
Πιότερο ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους,
τὰ τραγούδια τους ἀγάπησα.
Χωρὶς ἀνθρώπους μπόρεσα νὰ ζήσω,
ὅμως ποτὲ χωρὶς τραγούδια·
μοὔτυχε ν᾿ ἀπιστήσω κάποτε
στὴν πολυαγαπημένη μου,
ὅμως ποτέ μου στὸ τραγούδι
ποὺ τραγούδησα γι᾿ αὐτήν·
οὔτε ποτὲ καὶ τὰ τραγούδια
μ᾿ ἀπατήσανε.

* * *
Ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ γλῶσσα τους
πάντοτε τὰ τραγούδια τὰ κατάλαβα.

* * *
Σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τίποτα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα νὰ πιῶ
καὶ νὰ γευτῶ
ἀπ᾿ ὅσες χῶρες γνώρισα
ἀπ᾿ ὅσα μπόρεσα ν᾿ ἀγγίξω
καὶ νὰ νιώσω
τίποτα, τίποτα
δὲ μ᾿ ἔκανε ἔτσι εὐτυχισμένον
ὅσο τὰ τραγούδια...


Στοὺς δεκαπέντε συντρόφους
Δὲ χύνουν δάκρυ
μάτια ποὺ συνηθίσαν νὰ βλέπουνε φωτιὲς
δὲ σκύβουν τὸ κεφάλι οἱ μαχητὲς
κρατᾶν ψηλὰ τ᾿ ἀστέρι
μὲ περηφάνεια
δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ κλαῖμε τοὺς συντρόφους
τὸ τρομερό σας ὅμως κάλεσμα
μὲς στὴ ψυχή μας
κι οἱ δεκαπέντε σας καρδιὲς
θὲ νὰ χτυπᾶνε
μαζί μας
τὸ σιγανό σας βόγγισμα
σὰν προσκλητήρι
χτυπᾶ στ᾿ ἀφτιά μας
σὰν τὸν ἀντίλαλο βροντῆς.
Στάχτη θὰ γίνεις κόσμε γερασμένε
σοῦ ῾ναι γραφτὸς ὁ δρόμος
τῆς συντριβῆς
καὶ δὲ μπορεῖς νὰ μᾶς λυγίσεις
σκοτώνοντας τ᾿ ἀδέρφια μας τῆς μάχης
καὶ νὰ τὸ ξέρεις
θὰ βγοῦμε νικητὲς
κι ἂς εἶναι βαριές μας
οἱ θυσίες.
Μαύρη ἐσὺ θάλασσα γαλήνεψε
τὰ κύματά σου
καὶ θά ῾ρθει ἡ μέρα ἡ ποθητὴ
ἡ μέρα της ειρήνης
τῆς λευτεριᾶς σου
ὦ ναὶ θά ῾ρθει
ἡ μέρα ποὺ θ᾿ ἁρπάξουμε τὶς λόγχες
ποὺ μὲς στὸ αἷμα τὸ δικό μας
ἔχουνε βαφτεῖ.

1921
Κλαίουσα Ἰτιά
Κυλοῦσε τὸ νερὸ
καὶ στὸν καθρέφτη του γυαλίζονταν ἰτιὲς
τὰ πλούσια τὰ μαλλιά τους λούζαν λυγερές.
Καὶ τὰ σπαθιὰ τ᾿ ἀστραφτερά τους
χτυπώντας στοὺς κορμοὺς
καλπάζαν κατακόκκινοι μὲς στοὺς δρυμοὺς
καλπάζαν πρὸς τὴ δύση
μεθύσι!...
Καὶ τότε ξάφνου
σὰ τὸ πουλὶ τὸ λαβωμένο
τὸ πληγωμένο
στὸ φτερό του
γκρεμίστηκ᾿ ἕνας καβαλάρης
ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογό του.
Δὲ σκλήρισε
τοὺς ἄλλους πού ῾φευγαν δὲ ζήτησε
τὰ βουρκωμένα μάτια του ἐγύρισε
μονάχα γιὰ νὰ δεῖ
τὰ πέταλα ποὺ λάμπαν.
Τὸ ποδοβολητὸ ἐσβοῦσε μὲς στὴ φύση
καὶ τ᾿ ἄλογα ἐχάνονταν στὴ δύση!
Καμαρωτοὶ ἐσεῖς καβαλαρέοι
Ὦ κόκκινοι κι ἀστραφτεροὶ καβαλαρέοι
καβαλαρέοι φτερωτοὶ
καμαρωτοὶ
ὡραῖοι!...
Μ᾿ ἴδιες φτεροῦγες πέταξη ἡ ζωὴ ποὺ ῥέει!
Ὁ φλοῖσβος τοῦ νεροῦ σταμάτησε
ἐχάθη
οἱ ἴσκιοι ἐβυθίστηκαν στοῦ σκοταδιοῦ τὰ βάθη
τὰ χρώματα σβηστῆκαν
στὰ μάτια του τὰ πένθιμα
τὰ πέπλα κατεβῆκαν
καὶ τῆς ἰτιᾶς ἡ φυλλωσιὰ
χαϊδεύει τὰ μαλλιά του!
Μὴ κλαῖς ἰτιά μου θλιβερὰ
καὶ μὴ βαριοστενάζεις
πάν᾿ ἀπ᾿ τὰ σκοτεινὰ νερὰ
τὸ δάκρυ μὴ σταλάζεις
Ὦ μὴ στενάζεις
μὲ σφάζεις.

1925


Γιὰ τὰ τραγούδια μου
Δὲν ἔχω πήγασο μὲ σέλαν ἀργυρὴ
οὔτε καὶ πόρους
-ὅπως τοὺς λέν᾿- ἀδήλους
δὲν ἔχω μήτε γῆ
μιὰ σπιθαμὴ
μονάχα ἕνα ποτηράκι μέλι
σὰ νά ῾ναι φλόγα λαμπερή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ βιός μου
κι εἶναι καὶ γιὰ τοὺς φίλους
κι ἐνάντια σ᾿ ὅλους τους ἐχθροὺς
ἐντός μου
φυλάγω αὐτὸν τὸν πλοῦτο μου
ἕνα ποτήρι μέλι.
Ὑπομονή, συντρόφοι, ὑπομονὴ
καὶ θὰ ῾ρθει μέρα ἡ τρανὴ
ναὶ θά ῾ρθει!
-Σ᾿ αὐτοὺς πού ῾χουν τὸ μέλι θὲ νὰ ῾ρθεῖ
ἡ μέλισσα ἡ μιὰ
ἀπ᾿ τὴ Βαγδάτη.

1935


Ἡ χώρα αὐτὴ εἶναι δική μας
Ἡ χώρα αὐτὴ π᾿ ὁρμᾶ ἀπ᾿ τὴν Ἀσία μὲ καλπασμὸ
καὶ ποὺ προβάλλει
τ᾿ ὥριο κεφάλι
σὰν τὸ πουλάρι
γεμάτο χάρη
πρὸς τῆς Μεσόγειος τὸ νερὸ
ἡ χώρ᾿ αὐτὴ εἶναι δική μας
μὲ ματωμένους τοὺς καρποὺς
δόντια σφιγμένα
πόδια γυμνά.
Σὰ μεταξένιο τούτη ἡ γῆ μας
εἶναι χαλί μας
τούτη ἡ γῆ μας
ἡ κόλασή μας
τούτ᾿ ἡ παράδεισο
εἶναι δική μας.
Ἡ θέλησή μας
τώρα τρανεύει
νά ῾ναι δική μας
παντοτινὰ
νὰ ζοῦμε λεύτεροι σὰ δέντρα
σὰ τὰ δεντρὰ τοῦ ἴδιου δάσου
ἀδερφωμένα
ἀγκαλιαστά.

1948
Δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ τραγουδᾶμε
Δὲ μᾶς ἀφήνουν Ῥόμπσον νὰ τραγουδᾶμε
δὲ μᾶς ἀφήνουν καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοῦ
μαῦρε ἀδερφέ μου
δόντια ποὺ ἔχεις
μαργαριτάρια
δὲ μᾶς ἀφήνουν νὰ ψηλώσουμε φωνή.
Φοβοῦνται Ῥόμπσον
φοβοῦνται τὴν αὐγή,
ν᾿ ἀκούσουνε φοβοῦνται
καὶ ν᾿ ἀγγίσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουν
φοβοῦνται ν᾿ ἀγαπήσουνε σὰν τὸν Φερχὰτ
(Ἀλήθεια θὰ ῾χετε κι ἐσεῖς ἕναν Φερχὰτ
οἱ νέγροι πῶς νὰ τόνε λένε Ῥόμπσον;)
Φοβοῦνται τὰ γεννήματα
τὴ γῆς
τὸ γάργαρο νερὸ φοβοῦνται τῆς πηγῆς
φοβοῦνται
νὰ θυμοῦνται
καὶ τὶς χαρές τους
τὸ χέρι ἑνὸς φίλου δὲν ἔσφιξε ποτέ τους
τὸ χέρι τους
ζεστὸ
σὰν τὸ πουλὶ
χωρὶς νὰ θέλει σκόντα
προμήθειες
ἡ κάποια ἀναβολὴ
στὴ πλερωμή.
Φοβοῦνται τὴν ἐλπίδα
φοβοῦνται Ῥόμπσον νὰ ἐλπίσουν
φοβοῦνται καναρίνι
πού ῾χεις φτερὰ ἀητοὺ
φοβοῦνται τὰ τραγούδια μας
μὴ τοὺς τσακίσουν.

Ὀχτώβρης 1949
Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ γαρύφαλο
Ἔχω πάνω στὸ τραπέζι μου
τὴ φωτογραφία τοῦ ἀνθρώπου
μὲ τ᾿ ἄσπρο γαρούφαλο
ποὺ τὸν τουφέκισαν
στὸ μισοσκόταδο
πρὶν τὴν αὐγὴ
κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς τῶν προβολέων.
Στὸ δεξί του χέρι
κρατᾶ ἕνα γαρούφαλο
πού ῾ναι σὰ μιὰ φούχτα φῶς
ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ θάλασσα
τὰ μάτια του τὰ τολμηρὰ
τὰ παιδικὰ
κοιτάζουν ἄδολα
κάτω ἀπ᾿ τὰ βαριὰ μαῦρα τους φρύδια
ἔτσι ἄδολα
ὅπως ἀνεβαίνει τὸ τραγούδι
σὰ δίνουν τὸν ὅρκο τους
οἱ κομμουνιστές.
Τὰ δόντια του εἶναι κάτασπρα
ὁ Μπελογιάννης γελᾶ
καὶ τὸ γαρούφαλο στὸ χέρι του
εἶ


Εργασία Δημήτρη Σ.
Πηγές: Βικιπαίδεια και http://www.phys.uoa.gr

Χτίστες

(Από το βιβλίο: Γλώσσα ΣΤ Δημοτικού)

Τραγουδάνε οι χτίστες.
Να χτίζεις μη θαρρείς
που ΄ναι να τραγουδάς ένα τραγούδι.
Είναι μια υπόθεση κάπως δύσκολη.
Των οικοδόμων η καρδιά είναι
σαν μια πλατεία για γιορτές,
λαμποκοπάει,
μα η σκαλωσιά δεν είναι
μια πλατεία για γιορτές,
εκεί 'ναι λάσπη κι άνεμος και χιόνι,
τα χέρια που ματώνουν.
Εκεί δεν είναι πάντα φρέσκο το ψωμί,
πάντα ο καφές ζεστός δεν είναι.
Να χτίζεις μη θαρρείς
που ΄ναι να τραγουδάς ένα τραγούδι,
μα είναι λεβέντες όλο πείσμα οι χτίστες,
κι η οικοδομή ανεβαίνει,
μ' έφοδο τον ουρανό κυριεύει,
ψηλά και πιο ψηλά, πάντα ψηλότερα.
Στο πρώτο κι όλας πάτωμα
αράδιασαν τις γλάστρες τα λουλούδια,
και πάνω στα φτερά τους τα πουλιά
τον ήλιο φέρνουνε στο πρώτο μπαλκονάκι...

Ναζίμ Χικμέτ
(μετάφρ. Γιάννης Ρίτσος)